Πώς είναι να ζεις σε χαλάσματα μέσα;
να ξυπνάς και το πρώτο πράγμα που βλέπεις είναι συντρίμια,
να κοιμάσαι και να έχεις παρέα το κρύο,
να μην έχει νόημα να γυρίσεις πλευρό, γιατί κι από κει,
κρύο θα έχει,
να μη λες σε κάποιον καλημέρα,
να μη λες σε κάποιον καληνύχτα.
Τηλέφωνο δε θα χτυπάει φαντάζομαι.
Ναι. Είμαι σίγουρη. Τηλέφωνο δεν θα χτυπάει.
Να θες να περπατήσεις ως το σαλόνι και να είναι ρημαδιό. Να μην είναι κι αυτό το ρημαδιό καλά καλά δικό σου.
Ή μήπως είναι; Γιατί για να ξύπνησες μέσα σ' αυτό δικό σου θα 'ναι.
Και είναι δικό σου. Για την ακρίβεια, είναι ο,τι πιο δικό σου υπάρχει.
Και είναι δικό σου. Για την ακρίβεια, είναι ο,τι πιο δικό σου υπάρχει.
Να θες να πας και στη κουζίνα και να μη μυρίζει τίποτα που να θυμίζει κουζίνα.
Πώς είναι να μη βλέπεις θέα; Να μην έχεις. Ή και να έχεις, να μην έχει νόημα;
Πώς είναι να έχεις για παρέα όλα αυτά τα χαλάσματα;
Και να βγαίνεις μια βόλτα και να κουβαλάς λίγη από τη σκόνη τους, συνέχεια κολλημένη στο δέρμα.
Πώς είναι άραγε να μην έχει μουσικές παρά μόνο θόρυβο;
Να ξαπλώνεις και να βλέπεις το ταβάνι να περιμένει να σε πλακώσει.
Και οι τοίχοι να σε πλακώνουν. Και να πέφτουν σοβάδες. Και να πέφτουν δοκάρια. Και να σηκώνεται σκόνη. Και να τρέχεις να σωθείς αλλά να ξέρεις, πως ακόμα και όταν αυτή η σκόνη ηρεμήσει, εσύ στα ίδια συντρίμια θα κουρνιάσεις.
Πώς
Πώς είναι
Πώς
Πώς είναι
Πώς είναι να ζεις στα χαλάσματα;
Τώρα, ξέρω.